πριστικός

πριστικός
-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + κατάλ. -τικός (πρβλ. καυσ-τικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πριστικοῦ — πριστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστικῇ — πριστικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστική — πριστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστικήν — πριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοπριστικός — ξυλοπριστικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα ξύλων («ξυλοπριστικός πῆχυς», Ήρων Γεωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πριστικός (< πρίω «πριονίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”